«Η συμφωνία συνεργασίας είναι τόσο συμπαγής όσο ο βράχος του Γιβραλτάρ». Με αυτό το γλαφυρό τρόπο σχολίασε πριν λίγες μέρες, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΠΕΚ, Μοχάμεντ Μπαρκίντο, την αποφασιστικότητα των πετρελαιοπαραγωγών χωρών εντός και εκτός ΟΠΕΚ να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τη συμφωνία του Νοεμβρίου του 2016 που μείωσε την παραγωγή πετρελαίου κατά 1.8 mbpd[1] και άλλαξε τα δεδομένα στις αγορές πετρελαίου. Σε προηγούμενο άρθρο είχε αναλυθεί εκτενώς το περιεχόμενο της συμφωνίας και είχε εκφραστεί η εκτίμηση ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την επιτυχή εφαρμογή της. Είναι όμως η συμφωνία αυτή τελικά, μια επιτυχημένη συμφωνία; Με το παρόν άρθρο επιχειρείται να δοθεί απάντηση σε αυτό ακριβώς το ερώτημα και μέσω αυτού να αντληθούν κάποια γενικότερα συμπεράσματα για την αγορά πετρελαίου και τους βασικούς παίκτες που την επηρεάζουν.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος
Η επιτυχία μίας συμφωνίας κρίνεται κατά βάση από δύο στοιχεία. Πρώτον από το βαθμό στον οποίο εφαρμόζεται και δεύτερον από το βαθμό στον οποίο πετυχαίνει τους στόχους τους οποίους έθεσε. Σε ότι έχει να κάνει με το πρώτο, ο ΟΠΕΚ δεν μπορεί παρά μόνο να είναι ικανοποιημένος. Ο συνολικός βαθμός συμμόρφωσης των κρατών με τα όρια παραγωγής που ετέθησαν ήταν υψηλός πέραν κάθε προσδοκίας και ενάντια σε κάθε ιστορικό προηγούμενο. Υπήρχαν ακόμη και περίοδοι που ο βαθμός συμμόρφωσης του ΟΠΕΚ ήταν πάνω από 100% με τη μείωση της παραγωγής να είναι μεγαλύτερη από το επίπεδο που είχε συμφωνηθεί. Ακόμη και χώρες όπως η Ρωσία ή το Ιράκ που παραδοσιακά αψηφούσαν τα όρια, έδειξαν αναπάντεχη διάθεση συμμόρφωσης.
Σχετικά με το βαθμό επίτευξης των στόχων της, η συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί και εκεί επιτυχημένη. Εν συντομία, ο στόχος ήταν η επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και η μείωση των αποθεμάτων πετρελαίου που είχαν φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αν και δεν είναι ακόμη στο επιθυμητό επίπεδο, τον πρώτο χρόνο της εφαρμογής της συμφωνίας του ΟΠΕΚ, τα αποθέματα πετρελαίου[2] μειώθηκαν κατά 154 εκ. βαρέλια και είναι σε τροχιά να φτάσουν το μέσο όρο των τελευταίων 5 ετών. Όσο για την ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, η αγορά πετρελαίου πέρασε από τα 390 kbpd πλεόνασμα το 2016 στα 500 kbpd έλλειμμα το 2017, γεγονός που ήταν και ο λόγος που επιτεύχθηκε η μείωση των αποθεμάτων. Η πέραν του αναμενομένου αύξηση της σχιστολιθικής παραγωγής στις Η.Π.Α. σίγουρα προβληματίζει τον ΟΠΕΚ αλλά, σε κάθε περίπτωση, η συνεισφορά της συμφωνίας στην εξισορρόπηση της αγοράς δεν αμφισβητείται. Τέλος, σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο ΟΠΕΚ στόχευε στην αναθέρμανση των επενδύσεων σε έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων που, λόγω των χαμηλών τιμών, είχαν φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα θέτοντας σε κίνδυνο την κάλυψη των μελλοντικών ενεργειακών αναγκών της παγκόσμιας οικονομίας. Σε αυτό το ζήτημα η εικόνα για το 2017 δεν ήταν ικανοποιητική αφού οι επενδύσεις αυξήθηκαν μόνο κατά 3%. Δεδομένου όμως της μείωσης κατά 44% που υπέστησαν μεταξύ 2014-2016, είναι προφανές ότι η συμφωνία του ΟΠΕΚ κατάφερε τουλάχιστον να αντιστρέψει το κλίμα. Συνεπώς, η συμφωνία αυτή καθαυτή μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη αφού και εφαρμόζεται στην πράξη και οδηγεί, προς το παρόν τουλάχιστον, στα αποτελέσματα στα οποία στόχευε. Παραμένει όμως ένα βασικό ερώτημα. Ο ΟΠΕΚ ισχυροποιήθηκε ή αποδυναμώθηκε με αυτή τη συμφωνία;
Ένας από τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν μειώνεις την παραγωγή για να στηρίξεις τις τιμές, είναι να καλυφθεί το κενό που δημιουργείται από ανταγωνιστικούς παραγωγούς. Σε αυτή την περίπτωση, και οι τιμές δεν αυξάνονται αρκετά και υπάρχει απώλεια μεριδίου αγοράς, γεγονός που οδηγεί τελικά σε χαμηλότερα έσοδα. Είναι κάτι που έχει βιώσει δραματικά ο ΟΠΕΚ στο παρελθόν και η εμπειρία του αυτή ήταν ο βασικός λόγος που καθυστέρησε να παρέμβει όταν οι τιμές κατέρρεαν το 2015. Το έκανε μόνο όταν η κατάσταση στην αγορά είχε πλέον αλλάξει στο τέλος του 2016, με θετικά για τον ίδιο αποτελέσματα. Τον πρώτο χρόνο της εφαρμογή της συμφωνίας, η συνολική παραγωγή του ΟΠΕΚ έπεσε κατά 0.8% ενώ το μερίδιο αγοράς του έπεσε μόνο κατά 0.5 μονάδες, από 34,1% το 2016 σε 33,6% το 2017. Ποιο ήταν το αντίκτυπο της συμφωνίας στις τιμές; Η τιμή του Brent αυξήθηκε κατά ~24%, από $43,76/βαρελι το 2016 σε $54,17/βαρελι το 2017. Εφαρμόζοντας τη συμφωνία, τα μέλη του ΟΠΕΚ, παρότι έχασαν μερίδιο αγοράς, κέρδισαν περί τα $120 δισεκ. το 2017. Ακόμη και η Σαουδική Αραβία που, για να εξασφαλίσει την επιτυχία της συμφωνίας, περιόρισε την παραγωγή της πολύ περισσότερο από όλους (~ 450kbpd), βγήκε κερδισμένη κατά ~$30,5 δισεκ. Επιπλέον, ο ΟΠΕΚ ισχυροποιήθηκε και σε ένα άλλο επίπεδο. Πριν τη συμφωνία, η ικανότητα του ΟΠΕΚ να επηρεάζει την αγορά όπως και ο ρόλος του ως ρυθμιστή και εγγυητή της σταθερότητας της βιομηχανίας πετρελαίου, είχε αμφισβητηθεί. Ένα χρόνο μετά, με τη συνεπή εφαρμογή της συμφωνίας, ουδείς μπορεί να πει το ίδιο. Συνεπώς, η συμφωνία του Νοεμβρίου του 2016 πέτυχε εκτός από την εκπλήρωση των εκπεφρασμένων στόχων της και την ισχυροποίηση του ΟΠΕΚ.
Ευρύτερα Συμπεράσματα
Πέραν όμως από τη κομβική της σημασία για την αγορά πετρελαίου, η επιτυχία αυτής της συμφωνίας είναι ενδιαφέρουσα για έναν επιπλέον λόγο. Οδηγεί σε κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις. Πρώτον, κυβερνήσεις πετρελαιοπαραγωγών χώρων από διάφορα μήκη και πλάτη της γης, που χαρακτηρίζονται από τελείως διαφορετικές κουλτούρες και εκπροσωπούν τελείως διαφορετικούς λαούς επέδειξαν αξιοπρόσεκτη ωριμότητα και ικανότητα στο σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας διακρατικής συμφωνίας μεγάλης σημασίας και υψηλής πολυπλοκότητας. Το επίτευγμα είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο αν αναλογιστεί κανείς τις πολύ μεγάλες δυσκολίες στον επιτυχή σχεδιασμό και την τήρηση συμφωνιών που έχει αντιμετωπίσει ένας πολύ πιο συνεκτικός οργανισμός όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε θέματα όπως η οικονομική και η μεταναστευτική κρίση. Δεύτερον, ενώ τα γεωπολιτικά συμφέροντα αρκετών εκ των βασικών χωρών της συμφωνίας αποκλίνουν σημαντικά, αυτό δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην εφαρμογή μιας συμφωνίας στα θέματα του πετρελαίου που ήταν επωφελής για όλους. Η Σαουδική Αραβία με το Ιράν είναι στρατηγικοί εχθροί που ανταγωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία στο ισλαμικό κόσμο και η Ρωσία απέδειξε με την παρουσία της στη Συρία πόσο είναι διατεθειμένη να παρέμβει για να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της στη Μέση Ανατολή. Παρόλα αυτά, όλοι είναι πρόθυμοι να συζητήσουν και να συμφωνήσουν σε θέματα της αγοράς πετρελαίου γιατί αυτά συνδέονται άμεσα με το επίπεδο ισχύος τους. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως το πετρέλαιο δεν είναι ένα απλό προϊόν. Έχει και μεγάλη γεωπολιτική αξία που δεν πρέπει να παραβλέπεται. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι η παρέμβαση πού έγινε στην αγορά πετρελαίου με τη συμφωνία του Νοεμβρίου του 2016, παρέμβαση που κανείς δεν αμφισβητεί πλέον την αναγκαιότητα της και την συνεισφορά της στην σταθεροποίηση της αγοράς, προήλθε από ένα καρτέλ. Αν, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ένα μέρος των παραγωγών αποφάσιζε μια συντονισμένη μείωση της παραγωγής για την ενίσχυση των τιμών αυτό θα ήταν, και σωστά, απαράδεκτο αφού μειώνει τον ανταγωνισμό και στρεβλώνει την αγορά. Στην περίπτωση του πετρελαίου όμως, η αγορά όταν έδρασε ελεύθερα έφτασε πρακτικά στο όριο της κατάρρευσης με όλους τους συμμετέχοντες σχεδόν να εγκαλούν τον ΟΠΕΚ γιατί δεν παρεμβαίνει. Και αυτό γιατί, θα το επαναλάβουμε, το πετρέλαιο δεν είναι ένα προϊόν σαν τα άλλα. Και συνεπώς η ερμηνεία της αγοράς μέσω συμβατικών θεωριών και γνώσεων δεν είναι αρκετή.
Εν κατακλείδι, το Νοέμβριο του 2016, ο ΟΠΕΚ παρενέβη σε ένα κρίσιμο σημείο για το παρόν και το μέλλον της αγοράς πετρελαίου. Η συμφωνία που επετεύχθη τότε ήταν, όπως σχολίασε και πάλι γλαφυρά ο Γ.Γ. Μπαρκίντο, «μια κίνηση για να σωθεί η βιομηχανία πετρελαίου από την κατάρρευση». Όπως δείχνουν τα στοιχεία ένα χρόνο μετά, η κίνηση αυτή ήταν επιτυχημένη. Μόνο που, αυτή τη φορά, η κίνηση δεν προήλθε από το «αόρατο χέρι» της ελεύθερης αγοράς του Άνταμ Σμιθ, αλλά από το «ορατό χέρι» του ΟΠΕΚ.
[1] Mbpd = million barrels per day, εκατ. βαρέλια/ημέρα
[2] Ο αριθμός αναφέρεται στα αποθέματα χωρών του OECD
Παραπομπές