Δε συνηθίζω να γίνομαι «δικαστής προθέσεων». Όμως μου είναι αδύνατο να μην εκφράσω τη δημόσια ανησυχία και τις επιφυλάξεις μου για τον τρόπο με τον οποίο η παρούσα κυβέρνηση επέλεξε να κινηθεί ως προς το θέμα της μερικής αποκρατικοποίησης του ΑΔΜΗΕ.
Σε αυτό το σημείο και προς αποφυγή παρερμηνειών, οφείλω να ξεκαθαρίσω πως προσωπικά πιστεύω σθεναρά στις ιδιωτικοποιήσεις και εν προκειμένω και στην ανάγκη αποκρατικοποίησης του ΑΔΜΗΕ σε αισθητά υψηλότερο ποσοστό από το 24% που σχεδιάζει η σημερινή κυβέρνηση.
Η διαφωνία μου με την απόφαση αυτή δεν αφορά απλά το ύψος του προς πώληση ποσοστού της συγκεκριμένης ΔΕΚΟ. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια ποσοτικής φύσεως διαφωνία ή αλλιώς «επιφανειακή», όπως ενδεχομένως θα βιαζόταν να τη χαρακτηρίσει κανείς. Απεναντίας, η κριτική μου εστιάζεται αφενός στην αρνητική επίδραση που προβλέπω πως θα έχει ως προς το κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει ο ΑΔΜΗΕ εντός της εθνικής αγοράς ηλεκτρισμού, αφετέρου στην πολιτική λογική που διαπνέει την εν λόγω μέθοδο αποκρατικοποίησης.
Επειδή το παρόν άρθρο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους μη-ειδικούς επί των θεμάτων ενέργειας, επιτρέψτε μου να είμαι άκρως επεξηγηματικός και συνειδητά απλός στη σύντομη ανάλυσή μου. Ο ΑΔΜΗΕ αποτελεί 100% θυγατρική εταιρία της ΔΕΗ και έχει την ευθύνη για την επιχειρησιακή διαχείριση και την τεχνική συντήρηση του εθνικού δικτύου ηλεκτρισμού. Η σημερινή κυβέρνηση «πανηγύρισε» τη διακοπή της προσπάθειας της κυβέρνησης Σαμαρά για πώληση ενός ποσοστού έως 66% σε στρατηγικό επενδυτή (η οποία έβαινε ταχέως προς επιτυχή ολοκλήρωση με σημαντικό οικονομικό αντάλλαγμα για το Δημόσιο, διατηρώντας παράλληλα το καθοριστικό ποσοστό της «καταστατικής μειοψηφίας» του 34% σε ελληνικά χέρια).
Κατόπιν πιέσεων των Θεσμών, η παρούσα κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναζητήσει μία συμβιβαστική λύση μεταξύ των απαιτήσεων της 1ης Αξιολόγησης για αποκρατικοποίηση του ΑΔΜΗΕ και της ιδεολογίας του «κρατισμού», που φαίνεται να εμπνέει ακόμη τα περισσότερα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτή τελικά ήταν η πώληση ποσοστού ίσου με 24% σε ιδιώτη και επιπλέον η μεταφορά ποσοστού 25% από τη ΔΕΗ στο Δημόσιο, ώστε τελικά ο ΑΔΜΗΕ να παραμείνει μόνο κατά 51% θυγατρική εταιρία μίας νέας εταιρίας συμμετοχών της ΔΕΗ. Αυτή τη στιγμή που γράφεται το παρόν άρθρο, η προθεσμία υποβολής δεσμευτικών προσφορών μόλις έχει παρέλθει και φημολογείται η συμμετοχή δύο ενδιαφερομένων ξένων κρατικών εταιριών.
Εξετάζοντας μεμονωμένα την πώληση ποσοστού 24% του ΑΔΜΗΕ, η οποία δεν εξασφαλίζει στο δυνητικό ιδιώτη επενδυτή ούτε καν το ποσοστό της καταστατικής μειοψηφίας, δυσκολεύομαι να κατανοήσω τα κίνητρα οποιασδήποτε ιδιωτικής εταιρίας για να συμμετέχει στον εν λόγω διαγωνισμό. Ακόμη και αν ο ίδιος ο επενδυτής ορίσει το διευθύνοντα σύμβουλο του ΑΔΜΗΕ, όλες οι αποφάσεις και στρατηγικές κινήσεις του οργανισμού θα συνεχίσουν να εξαρτώνται πλήρως από τη συναίνεση του Δ.Σ, δηλαδή του Ελληνικού Δημοσίου και της ΔΕΗ. Ποια ιδιωτική εταιρία αλήθεια είναι διατεθειμένη αφενός να πληρώσει ένα υψηλό οικονομικό τίμημα για την ανάληψη ενός τόσο αδύναμου ρόλου, αφετέρου να εμπιστευτεί το όνομα της στα χέρια ενός Δ.Σ που η ίδια δεν ελέγχει;
Συνεπώς, είναι αναμενόμενο να προβληματιστεί κανείς και να αναρωτηθεί μήπως η μερική αποκρατικοποίηση του ΑΔΜΗΕ είναι απλώς ένα σκέλος μίας ευρύτερης συμφωνίας - είτε σε επίπεδο εταιριών που ενδιαφέρονται να συμμετέχουν απρόσκοπτα και σε άλλους διαγωνισμούς είτε σε διακρατικό επίπεδο με αντάλλαγμα παροχή πολιτικής στήριξης. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν υπονοώ επ᾽ ουδενί πως διενεργείται κάποια παράνομη ή παράτυπη συναλλαγή. Ισχυρίζομαι απλά πως είναι κρίμα η πατρίδα μας να δαπανά απερίσκεπτα το διαπραγματευτικό της κεφάλαιο, προκειμένου να υλοποιεί κινήσεις πολιτικού εντυπωσιασμού για «εσωτερική κατανάλωση», αδιαφορώντας επιδεικτικά για την προδιαγραφόμενη αναποτελεσματικότητά αυτών των κινήσεων ως προς την εθνική οικονομία, όπως εξηγώ στο τελευταίο μέρος του παρόντος άρθρου.
Στην πλειοψηφία των προηγμένων αγορών ενέργειας, αποτελεί κοινή πρακτική η ιδιωτικοποίηση υποδομών δικτύου και η παραχώρηση της διαχείρισής τους σε ιδιώτες. Αυτή η εξέλιξη ήταν πάντα αποτέλεσμα της συνειδητής απόφασης των επιμέρους κυβερνήσεων να καταργήσουν τη δεσπόζουσα θέση των κρατικών καθετοποιημένων ενεργειακών εταιριών εντός της αγοράς και να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία ανάμεσα στους διαχειριστές των δικτύων και τους συμμετέχοντες στην εμπορία ενέργειας. Η απόφαση αυτή δεν έθεσε ούτε πρόκειται να θέσει ποτέ σε κίνδυνο την ασφάλεια εφοδιασμού των συγκεκριμένων κρατών, καθώς σε κάθε περίπτωση επικρατεί η αρχή του «κυρίαρχου κράτους» σύμφωνα με το ενεργειακό δίκαιο. Αντιθέτως, αυτή η απόφαση άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη των επιμέρους εθνικών αγορών ενέργειας σε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, μειώνοντας καθοριστικά το ενεργειακό κόστος και δημιουργώντας χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Ενεργοποίησε επίσης σημαντικά ιδιωτικά κεφάλαια για τον εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση των φυσικών υποδομών. Τέλος, ενίσχυσε τη διαφάνεια στη διαχείριση του δικτύου, αποθαρρύνοντας φαινόμενα αθέμιτων κρατικών παρεμβάσεων.
Ανάλογη θα μπορούσε να είναι και η ωφέλεια της Ελλάδας από την απεμπλοκή του Δημοσίου και της ΔΕΗ από τον έλεγχο του ΑΔΜΗΕ. Όσον αφορά το ρόλο του ως διαχειριστή του δικτύου, ο ΑΔΜΗΕ διεκπεραιώνει πολύ μεγάλο όγκο οικονομικών συναλλαγών με τους συμμετέχοντες στην αγορά εμπορίας ηλεκτρισμού. Στο πρόσφατο παρελθόν έχουν υπάρξει έντονες διαμαρτυρίες από πλευράς ιδιωτών πως ο ΑΔΜΗΕ κατά καιρούς δεν κατανέμει τα ληξιπρόθεσμα χρέη του προς Τρίτους με βάση τα επιμέρους μερίδια αγοράς τους αλλά αντιθέτως δίνει προτεραιότητα στην εξόφληση των οφειλών προς το μεγαλομέτοχό του, τη ΔΕΗ. Ακόμη και αν οι συγκεκριμένες κατηγορίες δεν αποδειχθούν ποτέ ως αληθείς, η διατύπωσή τους και μόνο αποτελεί ένδειξη των κινδύνων δημιουργίας συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού που γεννά ο συνδυασμός του «κρατικού παρεμβατισμού» στη λειτουργία του ΑΔΜΗΕ και της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ στην εθνική αγορά.
Όσον αφορά τις ανάγκες συντήρησης και τεχνικής αναβάθμισης του δικτύου υπολογίζεται πως μέχρι το 2020 απαιτούνται συνολικές επενδύσεις της τάξεως των 2 δισ. ευρώ. Επιπλέον, ο ΑΔΜΗΕ είναι η εταιρία που καλείται να υλοποιήσει και να χρηματοδοτήσει τις σχεδιαζόμενες ηλεκτρικές διασυνδέσεις μεταξύ νησιών (όπως η Κρήτη) με την ηπειρωτική Ελλάδα. Όλες αυτές οι ανάγκες σε κεφάλαια, θα ικανοποιούνταν πολύ ευκολότερα και φθηνότερα για τον Έλληνα φορολογούμενο εάν τις εν λόγω επενδύσεις αναλάμβανε - τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος τους - ο στρατηγικός ιδιώτης επενδυτής. Σε αυτό το μέτωπο, λοιπόν, η παρούσα κυβέρνηση «πανηγυρίζει» για το γεγονός πως ο ιδιώτης θα χρειαστεί να καλύψει μόλις το 24% των απαιτούμενων επενδύσεων αντί του 66% που προέβλεπε το προηγούμενο σχέδιο...
Εκτός από αυτό, θεωρεί εξίσου μεγάλη επιτυχία το ότι η ΔΕΗ θα εισπράξει αφενός ένα αισθητά μικρότερο τίμημα για τη μερική αποκρατικοποίηση του ΑΔΜΗΕ, αλλά παράλληλα ο Κρατικός Προϋπολογισμός θα πρέπει να επιβαρυνθεί με ένα επιπλέον χρηματικό ποσό για την περαιτέρω αποζημίωση της ΔΕΗ για την αγορά του επιπλέον 25% από το Ελληνικό Δημόσιο. Εν τέλει, η ΔΕΗ θα αποζημιωθεί για το 49% του ΑΔΜΗΕ αντί του 66%, με τα μισά κεφάλαια του οικονομικού τιμήματος να προέρχονται από τα κρατικά ταμεία, επιβαρύνοντας τον Κρατικό Προϋπολογισμό με περίπου 250 εκατομμύρια ευρώ.