Πριν από λίγο καιρό, και συγκεκριμένα στις 27/09/2018, ανακοινώθηκε η κύρωση συμβάσεων παραχώρησης με Total-Exxon Mobil-ΕΛΠΕ για έρευνες υδρογονανθράκων σε νότια/νοτιοδυτικά υπεράκτια οικόπεδα της Κρήτης, (που εικάζεται - μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου - πως είναι γεμάτο φυσικό αέριο). Λίγες μέρες αργότερα στις 7/10/2018, δόθηκε στην δημοσιότητα νέα μελέτη της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ (IPCC). Τονίζεται εκεί με ιδιαίτερη επίταση, ότι μας απομένει το πολύ μιά δωδεκαετία να περιορισθούν – είτε/και μέσω μέτρων περιορισμού της ζήτησης, ή/και μέσω μέτρων περιορισμού της παροχής - εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (κυρίως του διοξειδίου του ανθρακα/CO2) κατά μισό βαθμό Κελσίου (από το 2°C που όριζε to 2015 η Παγκόσμια Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή/COP21). Και αυτό προκειμένου να αποφευχθούν καταστροφικές επιπτώσεις επί της κλιματικής αλλαγής, με μη αναστρέψιμη υπερθέρμανση και ξηρασία του πλανήτη, ακριβώς λόγω των επιταχυνόμενων ρυθμών αύξησης εκπομπών των αερίων αυτών.
Και αμέσως γέμισαν -και συνεχίζουν να γεμίζουν - τα ΜΜΕ, ο Τύπος, τα μέσα ηλεκτρονικής δικτύωσης, ακόμη και επιστολές στη Μαξίμου εστάλησαν, με αρνητικές τοποθετήσεις της Greenpeace, της WWF, αλλά και αντικαπιταλιστικών περιβαλλοντολόγων οπαδών της Naomi Klein, όπως οι Συριζαίοι νυν και πρώην υφυπουργοί Περιβάλλοντος/Ενέργειας. Απόψεις που απαιτούν να σταματήσουν - εδώ και τώρα - οι έρευνες υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης και αλλού, και να στραφούμε άμεσα και αποκλειστικά στις ΑΠΕ και την απανθρακοποίηση της παραγωγής και παροχής ενέργειας. Με επιλεγμένες αναφορές περιγράφουν την απειλή, ομού με το ΙPCC , περί μη αναστρέψιμης καταστροφής που προκαλείται ήδη. Και όλα αυτά, και άλλα, δεινά (μεταξύ των οποίων και οι κίνδυνοι βλαβών από γεωτρήσεις/εξορύξεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα) ως αποτέλεσμα - για τους εν Ελλάδι ακτιβιστές της περιβαλλοντικής προστασίας- κυρίως της συνεχιζόμενης εξάρτησής μας, από τα ορυκτά καύσιμα. Προτροπές και απαιτήσεις επικεντρωμένα - ορθά κοφτά όπως λένε - σ’ ενα σαφές και μονοδιάστατο μήνυμα. ΟΧΙ σε οποιαδήποτε έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων (και) στην Ελλάδα, είτε στην στεριά, είτε στην θάλασσα.
Αλλά δεν φτάνει, όπως ισχυρίζονται, μόνο μια τέτοια απαγόρευση.
Απαιτούνται, όπως λένε οι επιστήμονες του ICPP και παρεμφερών φορέων του ΟΗΕ που επικαλούνται, δραματικές αλλαγές και στις συνήθειες παραγωγής και κατανάλωσης πλείστων δραστηριοτήτων ενός ανθρώπινου πληθυσμού υπό συνεχή δημογραφική μεγέθυνση και συνεχώς αυξημένη ενεργειακή ζήτηση. Γιατί ευθύνονται και αυτά για την μόνιμη υπερθέρμανση/ξηρασία που μας απειλεί, σχεδόν εξίσου με την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, με μάλιστα συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό.
Έτσι, π.χ. βλέπουμε παραινέσεις, τόσο στο σκέλος της προσφοράς, όσο και στο σκέλος της ζήτησης στους κλάδους της σίτισης. Κυρίως προς την διεθνή βιομηχανία κρέατος,- κλάδος η δραστηριότητα του οποίου εκλύει περί τα 14.5% των παγκόσμιων εκπομπών CO2 (και μεθανίου) - όπου το ζητούμενο είναι η περιστολή της παραγωγής, της διακίνησης και ιδιαίτερα της κατανάλωσης (κυρίως κόκκινου κρέατος) κατά 90%!. Βιομηχανία κύρια υπεύθυνη για την αποψίλωση αναγκαίων δασικών εκτάσεων, πού έχουν μετατραπεί σε χώρους βοσκής (κυρίως για αγελάδες) και που πρέπει ξανά να δενδροφυτευθούν, προκειμένου να απορροφηθούν οι αυξανόμενες ποσότητες CO2. Υπεύθυνη όμως και για την σπατάλη πολύτιμων φυσικών πόρων στους τρόπους συσκευασίας και εμπορίας των προϊόντων της. Και αυτά γιατί ταυτόχρονα η υπερκατανάλωση κρέατος τείνει να καθιερωθεί πλέον ως πρότυπο (στις Δυτικές κοινωνίες, αλλά και τελευταίως και στην Ασία) μαζί με μια αλόγιστη διαχείριση αποφάγιων, κτλ.
Ομόλογες απαιτήσεις στη προσφορά και στη ζήτηση, καταγράφονται και σε άλλες βιομηχανίας, κατά κύριο λόγο όμως στην ένδυση,ιδίως των βαμβακερών, με την τεράστια υδροβορία καλλιεργειών βαμβακιού που απαιτείται και την - ιδιαίτερα ρυπαίνουσα λόγω χρήσης τοξικών χημικών - ενεργοβόρα επεξεργασία παραγωγής. Μια παραγωγή που τρέφεται, όλο και πιο έντονα, από τον συναφή κλάδο της αενάως εναλλασσόμενης μόδας (fast-fashion). Κλάδος που είναι, από μόνος του, η πιο ρυπογόνο βιομηχανία μετά τα πετρελαιοειδή, εκλύοντας ετήσιο όγκο CO2 (1.2 Δις Τόνων), μεγαλύτερος αθροιστικά των ομόλογων εκπομπών του συνόλου και των αερομεταφορών και της εμπορικής ναυτιλίας!
Τάξη μεγέθους όλων αυτών των προσαρμογών που απαιτούνται μας δίνει ή, κατά το ίδιο το IPCC, εκτίμηση δαπάνης αναγκαίων επενδύσεων. Ένα δυσθεώρητο $2.4 Τρις - ετησίως - μέχρι το 2035. Δηλαδή κάπου εφτά φορές μεγαλύτερο από το κόστος προσαρμογής που δαπανάται κάθε χρόνο σήμερα ($334 δις), το κύριο βάρος του οποίο σηκώνουν οι ιδιωτικοί φορείς και επιχειρήσεις σχεδόν ολόκληρου του βιομηχανικού και εμπορικού φάσματος. Κόστη για τα οποία κάνουν τσιμουδιά οι φίλοι μας ακτιβιστές-οικολόγοι.
Βέβαια αντιλαμβάνονται οι επιστήμονες του IPCC πως ένα τόσο υψηλό τίμημα, των μεταβολών στις συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης που εισηγούνται, υπόκεινται σε σωρεία οικονομικών, πολιτικών,δημοσιονομικών, θεσμικών περιορισμών, ακόμη και αυτών της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και για αυτό εστιάζουν, κυρίως στο σκέλος των μέτρων περιορισμού της προσφοράς/δημιουργίας αερίων CO2, ως το πιο άμεσο τρόπο αποτροπής καταστροφικών κλιματικών αποτελεσμάτων.
Το κεντρικό ζητούμενο, πέραν της συνεχούς διείσδυσης των ΑΠΕ, είναι η μείωση χρήσης ορυκτών καυσίμων, κατά 34% για το πετρέλαιο, κατά 26% αυτή του φυσικού αερίου και κατά ένα τεράστιο 78% για τους λιθάνθρακες, και δη του κάρβουνου. Αυτά όμως, αν και εφόσον, δεν αλλάζει ο ρόλος στη παραγωγή της πυρηνικής ενέργειας, με την αποδεδειγμένη συνεισφορά της στη μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Κάτι που παραλείπουν εντελώς να αναφέρουν οι εδώ φίλοι μας της μαχόμενης αντιμετώπισης της οικολογίας και της κλιματικής αλλαγής!
Πολλές χώρες ασπάζονται την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας ως λύση (μεταξύ άλλων) και του προβλήματος εκπομπών CO2, με πρώτη την Κίνα που ήδη κατασκευάζει δεκάδες (26) τέτοιους σταθμούς. Και δεν απουσιάζουν χώρες της Ευρώπης (Βουλγαρία, Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία , Ρουμανία) όπως και η Τουρκία, παρά τη Γερμανική πολιτική Energiewende απόσυρσης από τα πυρηνικά, που προσανατολίζονται προς αυτή την λύση , πέραν των όσων ήδη λειτουργούν τέτοιες εγκαταστάσεις και δεν σκοπεύουν να αλλάξουν (Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία, Σουηδία, Φιλανδία, Βέλγιο).
Τέτοια προοπτική βέβαια δεν υπάρχει για την Ελλάδα, ούτε για το ορατό μέλλον. Επομένως πρέπει να αναζητηθούν άλλοι εφικτές επιλογές και τρόποι αντιμετώπισης της απανθρακοποίησης παραγωγής ενέργειας, ναί μεν μέσω των ΑΠΕ, μακριά απο την χρήση ορυκτών καυσίμων, αλλά οπωσδήποτε μακριά, πάνω απ’ όλα, του λιγνίτη. Και εδώ είναι που αναφύονται δύο θεμελιακά δεδομένα που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’όψη.
Πρώτον, οι διάφορες κατηγορίες λιθανθράκων καλύπτουν σήμερα περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας ενεργειακής (ηλεκτρικής κυρίως) ζήτησης. Ποσοστό που κατά 75% περίπου πηγάζει απο την μεγάλη συγκέντρωση χρήσης των στην Ασία (κυρίως Κίνα). Εκεί βρίσκεται το μείζον πρόβλημα των επιβαρυντικών εκπομπών γεωγραφικά. Αλλά και ουσιαστικά, δοθέντος ότι ως καύσιμο υλικό, οι ίδοι οι λιθάνθρακες, παρότι διεθνώς πάμφθηνοι και άφθονοι, είναι κατά ~22%+ πιό ρυπογόνοι (σε εκπομπές CO2) από το πετρέλαιο και σχεδόν κατά 60% πιό επιβαρυντικοί από το καθαρότερο όλων των ορυκτών, το φυσικό αέριο.....που είναι και αυτό άφθονο και πιο φθηνό ως μονάδα καύσης απ΄το πετρέλαιο.
Δεύτερον, παρά τις συστάσεις του IPCC, η πραγματική δυνατότητα ευρείας κάλυψης των ΑΠΕ, ιδίως των αιολικών και φωτοβολταϊκών, στην παραγωγή ενέργειας, είναι - ακόμη -τεχνολογικά περιορισμένη. Βέβαια η τιμή χρήσης λιθανθράκων είναι, και θα παραμείνει για καιρό ακόμη, ανταγωνιστική έναντι αυτών των ΑΠΕ, παρά την συνεχή ραγδαία περιστολή κόστους κατασκευής και λειτουργίας των τελευταίων. Ωστόσο, η οποιαδήποτε μεγάλη, βιομηχανικής/ηλεκτροπαραγωγικής κλίμακος, χρήση των ΑΠΕ με τη χαρακτηριστική διακυμαινόμενη απόδοση των, θα είναι εφικτή μόνο όταν παρέχεται σταθερότητα παροχής. Κάτι που η διττή τεχνολογική αδυναμία των σημερινών αιολικών και φωτοβολταϊκών, δηλαδή η εξάρτηση των από την μεταβλητικότητα των φυσικών συνθηκών, - και κυρίως - η αδυναμία αποθήκευσης της ενέργειας που παράγουν, δεν προβλέπεται να έχει επιλυθεί τουλάχιστον για αρκετά χρόνια ακόμη (10?), παρά τις καινοτομίες που ήδη προτείνονται, αλλά και του «hype» του μάρκετινγκ που τις συνοδεύει.
Στον βαθμό λοιπόν που το παγκόσμιο ενεργειακό γίγνεσθαι θέλει να επιτευχθεί τάχιστα, όπως προστάζει το IPCC, μείωση των εκπομπών CO2 είναι προφανές πως πρέπει να αρχίσει άμεσα η αντικατάσταση ως καύσιμη ύλη του κάρβουνο/ λιγνίτη με το φυσικό αέριο. Ετσι ώστε στο διάστημα μέχρις να λυθούν οι τεχνολογικές αδυναμίες των ΑΠΕ, κάπου μια δεκαετία ακόμη τουλάχιστον - την κρίσιμη δηλαδή δεκαετία μέχρις το 2030 σύμφωνα με το IPCC - να εκλύονται πολύ λιγότερα βλαβερά αέρια.
Κάποιες χώρες ήδη έσπευσαν (σχεδόν με περιφρόνηση) να διαφοροποιηθούν από τις συστάσεις του IPCC (πχ Αυστραλία), ενώ άλλες (Ιαπωνία, Κίνα, Γερμανία, Πολωνία), δεν σκοπεύουν να περιορίσουν προς το παρόν την χρήση λιθάνθρακων ως πηγή παραγωγής ενέργειας. Ευελπιστούν και επενδύουν όμως στην περαιτέρω έρευνα/ανάπτυξη της -αδοκίμαστης - δυνατότητας ελαχιστοποίησης των εκλυόμενων ρύπων, τεχνολογία γνωστή ως Δέσμευση & Aποθήκευση Άνθρακος (CCS), κάτι που ενθαρρύνεται, ως μακροπρόθεσμη λύση, και από το IPCC.
Υπάρχουν όμως άλλες - με πρώτη τις ΗΠΑ, και κατά μία έννοια το Ισραήλ - όπου η αντικατάσταση λιθανθράκων (και μαζούτ αρχικά στην περίπτωση του Ισραήλ) με φυσικό αέριο είναι γεγονός, θεωρούμενη μάλιστα την χρήση του ως ενδιάμεση «γέφυρα» (bridge fuel) μεταξύ του σήμερα και του αύριο, όταν οι ΑΠΕ θα μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως ως πάροχοι σταθερής και αδιάλειπτής ενεργειακής (ηλεκτρικής) παραγωγής.
Αυτή η λύση δεν ήλθε απ’ το πουθενά στις ΗΠΑ. Προέκυψε από το απρόσμενο τεράστιο πλεόνασμα που δημιουργεί τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια στο διαθέσιμο γηγενές Αμερικανικό απόθεμα φυσικού αερίου, η εφαρμογή της (πολλαπλώς δυσφημισμένης) νέας τεχνολογίας οριζόντιας ρωγμάτωσης σχιστολίθων. Με αποτέλεσμα, όχι μόνο να μειωθεί κατακόρυφα (κατά 50% περίπου) το μερίδιο καύσης του ρυπογόνου κάρβουνου στην Αμερικανική ηλεκτροπαραγωγή, μα και να οδεύει προς αφανισμό η εκεί βιομηχανία εξόρυξης του ορυκτού (που μάταια προσπαθεί ο Trump να αποτρέψει με χαλάρωση πολλών περιβαλλοντικών ρυθμίσεων).
Την προσέγγιση «καύσιμο γέφυρας» φαίνεται να υιοθετεί, έστω ως σχηματικό, υπό διαβούλευση, προσχέδιο η σημερινή κυβέρνηση στην Ελλάδα, με κάποια σιωπηρή συναίνεση και της αντιπολίτευσης. Ο κεντρικός στόχος είναι η απανθρακοποιήση της ηλεκτροπαραγωγής της χώρας με σταδιακή αντικατάσταση μέχρις το 2030-35, χρήσης του ρυπογόνου λιγνίτη, όπου το μερίδιο συμμετοχής βρίσκεται σήμερα κοντά στο 40%, ενώ είναι υπεύθυνο για περίπου ισόποσο ποσοστό των συνολικών ετήσιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της χώρας, κάπου 26 εκατ τόνων CO2. Στο τέλος δε της μεταβατικής αυτής περιόδου, ο στόχος είναι η λιγνιτική παραγωγή να προσεγγίσει περίπου στο 15-20%, η συμμετοχή των ΑΠΕ, από την σημερινή τιμή του ~16% να φθάνει το 32%. Μπορεί να εικάσει έτσι κανείς – γιατί δεν αναφέρεται ρητά - ότι το υπόλοιπο θα προέρχεται τότες, κυρίως μέσω συνεχούς αύξησης της χρήσης φυσικού αερίου από ένα υφιστάμενο μερίδιο ~25% περίπου σε 48% (εισαγόμενης τροφοδοσίας από Ρεβυθούσα και στο μέλλον, από τον κόμβο FSRU Αλεξανδρούπολης και τους αγωγούς TAP και -υποθετικά - East Med).
Τα σχέδια αυτά αποτυπώνουν τις δεσμεύσεις της χώρας που τίθενται από τη Συμφωνία των Παρισίων/ COP21, αλλά και τους νέους στόχους για το 2021-2027 της ευρύτερης ενεργειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Να’ναι καλά και τα Κοινοτικά προγράμματα (Διαρθρωτικά Ταμία, CEF και LIFE) που θα έλθουν προς αρωγή των.
Ως σχέδια βέβαια είναι ιδιαίτερα φιλόδοξα. Προφανώς όμως υστερούν στη πρόσθετη προσαρμογή που επιτακτικά απαιτούν οι καλοί άνθρωποι του IPCC, προκειμένου να περιορισθεί η πλανητική θέρμανση κατά μισό βαθμό Κελσίου, πέραν των ήδη υψηλών προ τριετίας ανάλογων συστάσεων του ΟΗΕ.. Προφανώς υπάρχει ζήτημα αξιοπιστίας επίτευξης στόχων, ιδιαίτερα όσον αφορά τον απαιτούμενο διπλασιασμό διείσδυσης των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, όταν ληφθεί υπόψη η προαναφερόμενη διττή τεχνική αδυναμία των και η οποία θα τις συνοδεύει για καιρό ακόμη. Για να μη μιλήσουμε για αύξηση της εξάρτησης των εισαγωγών φυσικού αερίου που προϋποθέτουν, μιας και πουθενά στα σχέδια δεν αναφέρεται - έστω και ως ενδεχόμενο - η πιθανότητα εκμετάλλευσης των εγχώριων υδρογονανθράκων, και δη του φυσικού αερίου.
Και εδώ είναι που οι έρευνες στα θαλάσσια οικόπεδα της νότιας Κρήτης έχουν ισχυρή πιθανότητα - σύμφωνα με τους πετρογεωλόγους - να προσφέρουν έναν αληθινό μποναμά στον τόπο. Κάτι ανάλογο με αυτό που χάρισε στην Αμερική η σχιστολιθική ρωγμάτωση, ή όπως γίνεται την τελευταία δεκαετία στο Ισραήλ, με την μετάλλαξη προς ένα λιγότερο ρυπογόνο εγχώριο ενεργειακό μείγμα που προκύπτει (και) από εκμετάλλευση του νεο-ευρεθέντος πλούτου στα κοιτάσματα της Λεβαντινής. Την ανακάλυψη, δηλαδή, τεράστιων αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Ανακάλυψη που μπορεί γρήγορα, χάριν των πολλαπλών καινοτομιών της 4η βιομηχανικής επανάστασης που έχουν ήδη επηρεάσει θετικά τους τρόπους και την ασφάλεια διεξαγωγής εξερευνήσεων, αλλά και να οδηγήσει σε εξαιρετικά ταχύρυθμη εκμετάλλευση. Σε λιγότερο μάλιστα από μια πενταετία, έτσι ώστε όχι μόνο να αντικατασταθούν δαπανηρές εισαγωγές, με ροές από καταφανώς φτηνότερο και άφθονο γηγενές φυσικό αέριο, μα να μειωθεί κατακόρυφα - και πολύ πέραν των υφιστάμενων στόχων - η έκλυση αερίων από την ρυπογόνα καύση λιγνίτη, που είναι και το κορυφαίο περιβαλλοντικό ζητούμενο. Αν δε συνδυασθούν αυτά με την ανάπτυξη των ΑΠΕ, ιδιαίτερα της σφόδρα παραμελημένης στον τόπο γεωθερμίας, που ως εφαρμογή ηλεκτροπαραγωγής δεν υπόκειται στους περιορισμούς αποθήκευσης και εξαρτώμενης μεταβλητικότητας των φυσικών συνθηκών άλλων μορφών ΑΠΕ, τόσο το καλύτερο.
Βέβαια κάθε γεώτρηση κουβαλάει το ρίσκο ατυχήματος/προκάλεσης όχλησης, ή και ζημιάς, στην εύθραυστη οικολογία της Μεσογείου. Αλλά μη πλειοδοτούμε σε κινδυνολογία. Αφενός γιατί υπάρχουν ήδη σε χρήση των εταιρειών, νέες τεχνολογίες στις γεωτρήσεις που ελαχιστοποιούν την διατάραξη του υποθαλάσσιου περιβάλλοντος, αφετέρου γιατί η χώρα πλέον διαθέτει ένα από το αρτιότερα πλαίσια προστασίας και ασφάλειας εγκαταστάσεων, μαζί με πλέγμα ρυθμίσεων – από τα αυστηρότερα της Ευρώπης - που όχι μόνο ελέγχουν, εκ των προτέρων την ασφάλεια, αλλά και προβλέπουν την ικανοποίηση σειράς διαδοχικών μελετών αξιολόγησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πριν καν ποντισθεί γεωτρύπανο στη θάλασσα.
Στην Ελλάδα της κρίσης και των Μνημονίων σημειώθηκε μείωση κατά 25% στην κατανάλωση κρέατος, με παράλληλη αύξηση κατά 10% στα όσπρια, όπως και στα μακαρόνια και το ρύζι, κατά 14% και 8% αντίστοιχα. Απέχουν βέβαια πολύ από τη προτεινόμενη μείωση κατανάλωσης κρεατικών κατά 90% και την Flexitarian κουζίνα που συνιστούν οι ομόλογοι του ΙPCC ειδικοί. Αλλά σίγουρα είναι η αρχή μιας προσαρμογής των Ελλήνων στις μελλοντικές διατροφικές συνήθειες που απαιτούνται ..... έστω αναγκαστική.
Κάποια βήματα προς πιο φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές ανακύκλωσης/απόκτησης «μοδάτης» ένδυσης, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι κάνουν την εμφάνισή τους και στην χώρα, κυρίως μέσω αγορών «second-hand» ρούχων ποιότητος. Δεν πρόκειται βέβαια για οικειοθελή προοίμιο εισαγωγής της κυκλικής οικονομίας, όσο προσαρμογή ανάγκης σε μια ζοφερή οικονομική πραγματικότητα. Είναι όμως μια αρχή...
Ομοίως λοιπόν, ας ανταποκριθούν και οι φίλοι περιβαλλοντολόγοι στα ουσιώδη δεδομένα της ενεργειακής τεχνολογίας, και προπάντων, στην πραγματικότητα των συνθηκών στη χώρα. Αίροντας την μαξιμαλιστική και ανέξοδη ρητορεία της «εδώ και τώρα» άρνησης προσπαθειών ανίχνευσης - και είθε, ανάπτυξης - πηγών φυσικού αερίου. Του μόνου ρεαλιστικού, εφικτού και ευκταίου τρόπου γρήγορης μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Όσο κι αν μια τέτοια προσαρμογή είναι για αυτούς προσαρμογή ανάγκης...